θλάστης

θλάστης
θλάστ-ης, ου, ,= ἐμβρυοθλάστης, Hp. ap. Gal.19.104.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θλάστης — θλάστης, ὁ (Α) [θλω] 1. αυτός που συντρίβει 2. ιατρ. το χειρουργικό εργαλείο εμβρυοθλάστης …   Dictionary of Greek

  • θλαστῶν — θλάστης masc gen pl θλαστός crushed fem gen pl θλαστός crushed masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θλάστην — θλάστης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρυοθλάστης — ο ο καρυοθραύοτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + θλάστης (< θλάστης < θλω «σπάω, τσακίζω») πρβλ. εμβρυο θλάστης, κρανιο θλάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κοκκοθλάστης — ο εργαλείο που χρησιμεύει στη θραύση και στον τεμαχισμό διαφόρων δημητριακών καρπών, σπόρων και άλλων ουσιών που προορίζονται για τη διατροφή ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + θλάστης (< θλῶ «σπάω»), πρβλ. εμβρυο θλάστης, οστεο θλάστης] …   Dictionary of Greek

  • κρανιοθλάστης — και κρανιοθραύστης, ο το ρόπαλο με το οποίο οι πρωτόγονοι άνθρωποι έθραυαν τα κεφάλια τών εχθρών τους ή τών θηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + θλάστης (< θλῶ) ή θραύστης (< θραύω), πρβλ. οστεο θλάστης, καρυο θραύστης. Η λ. κρανιο θραύστης… …   Dictionary of Greek

  • σαρκοθλάστης — ο, Ν χειρουργικό εργαλείο, όμοιο με λαβίδα, το οποίο χρησιμοποιείται για την θλάση μαλακών μορίων που πρόκειται να αποκοπούν, αλλ. σαρκοτρίπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρκα + θλάστης (< θλῶ «σπάω»), πρβλ. οστεο θλάστης] …   Dictionary of Greek

  • σιδηροθλάστης — ο, Ν η χαλύβδινη σφήνα τού αμονιού πάνω στην οποία λυγίζονται με σφυρηλασία τεμάχια από σίδερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + θλάστης (< θλώ «σπάω»), πρβλ. οστεο θλάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • θλω — (Α θλῶ, άω) 1. συντρίβω, σπάζω, τσακίζω νεοελλ. φρ. «τεθλασμένη γραμμή» η γραμμή που σύγκειται από πολλές ευθείες οι οποίες συνδέονται γωνιωδώς και επομένως αποτελείται από ευθεία που θραύεται κατ επανάληψη αρχ. 1. (για φωνή) σχίζω τ αφτιά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”